εμπόριο

εμπόριο
Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε εξωτερικό ή διεθνές ε. Το εσωτερικό ε. συνίσταται στην εξειδίκευση και στον καταμερισμό της εργασίας στους διάφορους κλάδους παραγωγής μέσα στην ίδια χώρα (για παράδειγμα, οι γεωργοί ανταλλάσσουν τα προϊόντα της γης με τα βιομηχανικά είδη που χρειάζονται και τα οποία προσφέρονται από τους βιοτέχνες και τους βιομηχάνους και αντίστροφα). Αντίθετα, το διεθνές ε. διεξάγεται μεταξύ διαφόρων χωρών και εξασφαλίζει την ανταλλαγή των προϊόντων με βάση όχι μόνο τη φυσική ποικιλία της παραγωγής στις διάφορες περιοχές του κόσμου αλλά και –όπως εξηγείται παρακάτω– τις διαφορετικές συνθήκες με τις οποίες το ίδιο προϊόν μπορεί να παραχθεί στη μία ή στην άλλη χώρα. Ακόμα και στις λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες υπάρχουν στοιχειώδεις μορφές ανταλλαγής προϊόντων (το λεγόμενο βουβό ε. που διεξάγεται από ορισμένους πρωτόγονους λαούς: τα μέλη μιας φυλής, αφού καταθέσουν σε έναν ορισμένο τόπο τα προϊόντα που θέλουν να ανταλλάξουν, επιστρέφουν αργότερα για να δουν αν τα μέλη άλλης φυλής πήγαν εκεί και τα πήραν, αφήνοντας άλλα αντικείμενα ανάλογης αξίας). Παρ’ όλα αυτά, μόνο σε σχετικά προηγμένο στάδιο της οικονομικής εξέλιξης το εσωτερικό ε. έλαβε ξεχωριστή φυσιογνωμία, τελείως διαφορετική από τις άλλες μορφές παραγωγικής δραστηριότητας. Το ε. με μακρινές περιοχές και χώρες –που βασίζεται στην ανάγκη ή στην επιθυμία για προϊόντα διαφορετικών εδαφών ή κλιμάτων– αναπτύχθηκε από πολύ νωρίς και παράλληλα με την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, με την οποία συνδέεται στενά στον μεσογειακό χώρο. Αντίθετα, έως τη σταθεροποίηση των οικονομιών των πόλεων κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, η διανομή των προϊόντων στο εσωτερικό μιας χώρας γινόταν βασικά από τους ίδιους τους παραγωγούς –εξαιτίας των πολυάριθμων εμποδίων που επέβαλε η φεουδαρχική κοινωνία (όπως οι απαγορεύσεις, οι δεκάτες κλπ.)– οι οποίοι τα μετέφεραν στους καταναλωτές. Για τον λόγο αυτό (καθώς και για το ότι πολύ αργότερα αναπτύχθηκε με ανεξάρτητες μορφές η νεότερη βιομηχανία) ο όρος ε. διατήρησε για πολύ καιρό μια γενική έννοια και αναφέρεται συχνά στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Ίχνη της ασάφειας αυτής βρίσκονται ακόμα και σήμερα στο αστικό δίκαιο των περισσότερων χωρών, το οποίο χαρακτηρίζει εμπορικές όλες τις επιχειρήσεις που ασκούν οποιαδήποτε οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα, διαφορετική από τη γεωργία. Από οικονομική άποψη, αντίθετα, εμπορική είναι μόνο εκείνη η πράξη που, χωρίς να υποβάλλει τα προϊόντα σε καμία ουσιαστική φυσική μεταποίηση, τα θέτει στη διάθεση εκείνου που τα χρειάζεται για την παραγωγή άλλων αγαθών ή για κατανάλωση. Το γεγονός ότι ο έμπορος περιορίζεται κυρίως στο να αγοράζει και να μεταπωλεί τα ίδια αγαθά, χωρίς να δημιουργεί νέα αμέσως, προκάλεσε στο παρελθόν την εσφαλμένη γνώμη –η πρώιμη διατύπωσή της ανήκει στον Αριστοτέλη– ότι το ε. δεν συμβάλλει στην αύξηση του πλούτου, αλλά αντίθετα συνιστά ένα είδος μη παραγωγικού και σχεδόν παρασιτικού διαφράγματος, που μεσολαβεί μεταξύ των καταναλωτών και των παραγωγών (για τους φυσιοκράτες παραγωγική απασχόληση είναι μόνο εκείνη των γεωργών). Στην πραγματικότητα, το ε., τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό, έχει αναμφισβήτητη οικονομική χρησιμότητα γιατί, όπως η γεωργία και η βιομηχανία, αποτελεί απασχόληση που παράγει πλούτο και συμβάλλει στον σχηματισμό του εθνικού εισοδήματος. εσωτερικό ε. Αν σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών με την παραγωγή αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, είναι φανερό ότι το ε. συμβάλλει ουσιαστικά στην ικανοποίηση αυτών των αναγκών, καθώς εξασφαλίζει: τη μεταφορά καταναλωτικών αγαθών στον χώρο από τους παραγωγούς στο καταναλωτικό κοινό ή συντελεστών της παραγωγής (π.χ. πρώτων υλών) από τους παραγωγούς σε άλλους παραγωγούς· τη μεταφορά αγαθών στον χρόνο: αποθήκευση αγαθών, η παραγωγή των οποίων έχει εποχικό χαρακτήρα (π.χ. των γεωργικών προϊόντων), ενώ η χρησιμοποίησή τους είναι συνεχής μέσα στο έτος, ή αγαθών εποχικής χρήσης, η παραγωγή των οποίων, όμως, είναι σχετικά συνεχής (π.χ. ενδύματα)· τη σταθεροποίηση των τιμών και των εισοδημάτων: αγοράζοντας τα εμπορεύματα εκεί όπου βρίσκονται και στέλνοντάς τα εκεί όπου η ζήτηση είναι μεγαλύτερη, αποθηκεύοντάς τα τη στιγμή που είναι άφθονα, ώστε να μεταπωληθούν όταν η ζήτηση θα είναι υψηλότερη από την προσφορά, ο έμπορος πηγαίνει όπου υπάρχει διαφορά τιμής, ώστε να την εκμεταλλευτεί για δικό του κέρδος. Ωστόσο, εφαρμόζοντας αυτό το σύστημα, ο έμπορος περιορίζει ή και εκμηδενίζει αυτές τις διαφορές τιμής, γιατί με τη μεταφορά των εμπορευμάτων στον χώρο και στον χρόνο εξισώνει την προσφορά με τη ζήτηση και σταθεροποιεί τον ανεφοδιασμό της αγοράς. Με τον τρόπο αυτό σταθεροποιεί όχι μόνο τις τιμές αλλά και τα εισοδήματα των παραγωγών και των καταναλωτών (αρκεί να αναφερθεί ότι, χωρίς τη μεσολάβηση του ε., το ψωμί θα μπορούσε να κοστίζει δέκα φορές ακριβότερα τον Φεβρουάριο, οπότε η γη δεν παράγει σιτάρι, απ’ ό,τι τον Αύγουστο, ή ότι την εποχή της συγκομιδής ο εργάτης των πόλεων θα ήταν υποχρεωμένος να διαθέσει το σύνολο του μισθού του για να αγοράσει από τον χωρικό το αλεύρι που θα χρειαζόταν και να το αποθηκεύσει για ολόκληρο το έτος). Όσο περισσότερο οι συνθήκες της αγοράς προσεγγίζουν τις συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού τόσο περισσότερο αποτελεσματική είναι αυτή η εξισορροπητική λειτουργία της εμπορικής μεσολάβησης, συμβάλλοντας, στην ιδανική της μορφή, στη μέγιστη παραγωγή αγαθών και στη διάθεσή τους στη μικρότερη και ομοιόμορφη τιμή για όλη τη χώρα. Ο βαθμός στον οποίο μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο εξαρτάται σημαντικά από την οργάνωση και την τελειότητα του ε. (ή, σύμφωνα με τη διατύπωση ορισμένων οικονομολόγων, από το σύστημα διανομής). Στο σύστημα αυτό υφίσταται συνήθως διάκριση μεταξύ χονδρικού και λιανικού ε. Το χονδρικό ε., όπως υποδηλώνει και η ονομασία του, ασχολείται με μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του, αλλά το γεγονός ότι ο χονδρέμπορος αγοράζει τα προϊόντα από τους παραγωγούς για να τα μεταπωλήσει σε άλλους παραγωγούς ή στους λιανοπωλητές (όχι όμως στους καταναλωτές). Κύριες λειτουργίες του χονδρικού ε. είναι η αποθήκευση των προϊόντων (με τη σχετική ακινητοποίηση των οικονομικών μέσων) και η διανομή τους στους λιανικούς εμπόρους, οι οποίοι συχνά δεν θα ήταν σε θέση να φτάσουν οι ίδιοι στις πηγές παραγωγής ή να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος, που είναι αναπόφευκτο στις αγορές μικρών ποσοτήτων. Για ορισμένα προϊόντα το χονδρικό ε. μπορεί να διεξαχθεί στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων· στην περίπτωση αυτή διασφαλίζει κατά οργανικό τρόπο, με το αρμπιτράζ (απόκτηση εμπορεύματος) και τις πράξεις επί προθεσμία, την εξισορροπητική λειτουργία του ανεφοδιασμού και των τιμών στον χώρο και στον χρόνο, που αναφέρθηκε παραπάνω. Από την άλλη πλευρά, το χονδρικό ε. διευκολύνεται από την ύπαρξη γενικών αποθηκών, που εκτός από το ότι επιτρέπουν την αποθήκευση ορισμένων προϊόντων σε κατάλληλους τόπους, εφοδιασμένους με τα κατάλληλα μέσα, μπορούν επιπλέον να εκδίδουν τίτλους επί των εμπορευμάτων, οι οποίοι διευκολύνουν τη μεταφορά τους και μπορούν να χρησιμεύσουν ως εμπράγματη εγγύηση για εμπορικές πιστώσεις. Η σημασία του χονδρικού ε. είναι μεταβλητή, ανάλογα με τους παραγωγικούς κλάδους (ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει κυρίως όταν η παραγωγή ή η κατανάλωση είναι κατακερματισμένες και διεσπαρμένες, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με πολλά είδη διατροφής). Σε πολλούς τομείς, αντίθετα, τον ρόλο του αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, πουλώντας απευθείας στους λιανικούς εμπόρους ή στον κοινό. Στην περίπτωση αυτή, τα προϊόντα φέρουν ειδικό σήμα. Επιπλέον, οι λιανοπωλητές μπορούν να ενωθούν (όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ) σε εκούσιες αλυσίδες, ώστε να μπορούν να προμηθεύονται μαζί από τους παραγωγούς και να επωφελούνται έτσι από τις προνομιακές τιμές που προσφέρονται σε αντάλλαγμα για την αγορά μεγάλων ποσοτήτων. Ο λιανικός έμπορος αγοράζει τα εμπορεύματα από τους παραγωγούς ή από τους χονδρεμπόρους, για να τα πουλήσει απευθείας στους καταναλωτές. Στο λιανικό ε. επικρατούν οι μικρές ατομικές ή οικογενειακές επιχειρήσεις, που εργάζονται με μικρό κεφάλαιο και με μικρές ποσότητες εμπορευμάτων. Ωστόσο, η δομή αυτή έχει ξεπεραστεί με την εμφάνιση και τη διάδοση μεγάλων επιχειρήσεων, που εργάζονται διακινώντας κολοσσιαία κεφάλαια και κατορθώνουν να πραγματοποιούν εξαιρετικά μεγάλο τζίρο πωλήσεων. Πρόκειται για τα μεγάλα καταστήματα που συγκεντρώνουν σε διάφορα τμήματα διάφορα είδη εμπορευμάτων που πουλούν (πολυκαταστήματα)· τα πριζουνίκ στα οποία πωλείται περιορισμένος αριθμός εμπορευμάτων κοινής ποιότητας και ευρείας κατανάλωσης· τα σουπερμάρκετ, όπου ο καταναλωτής μπορεί να επιλέγει και να παίρνει μόνος του από μία σειρά προϊόντων που βρίσκονται εκτεθειμένα στα ράφια (κυρίως τρόφιμα), χωρίς να μεσολαβούν πωλητές· τέλος, τις αλυσίδες καταστημάτων που διαθέτουν πολλά πρατήρια σε διάφορες τόπους, καθένα με τη δική του πελατεία, αλλά που ανεφοδιάζονται όλα από έναν κεντρικό οργανισμό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις συνολικές αγορές. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η αγορά σε μεγάλες ποσότητες, η κατανομή των γενικών εξόδων σε μεγάλο όγκο πωλήσεων και η καλύτερη τεχνική οργάνωση επιτρέπουν στις μεγάλες αυτές επιχειρήσεις να πραγματοποιούν υψηλά κέρδη, να διατηρούν χαμηλότερες, κατά μέσο όρο, τιμές, και, έτσι, να εργάζονται με ευνοϊκούς όρους ανταγωνισμού σε σύγκριση με τα μικρά καταστήματα. Αν, παρ’ όλα αυτά, τα μικρά καταστήματα κατορθώνουν να επιβιώνουν, αυτό οφείλεται εν μέρει στον πιο προσωπικό και ευέλικτο χαρακτήρα των μεθόδων τους (δυνατότητα άμεσης γνωριμίας με τους πελάτες, προσαρμογή του προϊόντος και της υπηρεσίας στις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους, προσφορά πιστώσεων σε πολλές περιπτώσεις κλπ.), αλλά, προπάντων, στις συνθήκες με βάση τις οποίες το λιανικό ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο τυπικό παράδειγμα ατελούς ανταγωνισμού: για να μην απομακρυνθεί πολύ από την κατοικία του, από συνήθεια και συχνά ανεπαρκή γνώση της τιμής στην οποία ένα ορισμένο προϊόν πωλείται σε άλλα καταστήματα, ο καταναλωτής καταλήγει τις περισσότερες φορές στον συνηθισμένο προμηθευτή του. Έτσι, μπορεί να μην εφαρμόζεται η αρχή της ομοιομορφίας των τιμών στην ίδια αγορά και με αυτό τον τρόπο μπορούν να συντηρηθούν οι μικρές επιχειρήσεις, ακόμα και όταν εργάζονται υπό συνθήκες που δεν τους επιτρέπουν να αντέχουν στον ανταγωνισμό. Το γεγονός ότι για να επιδοθεί κανείς στο λιανικό ε. αρκεί ένα μικρό κεφάλαιο κίνησης και δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις, καθώς και η έλξη που ασκεί η επιλογή ενός ανεξάρτητου επαγγέλματος, συντελούν συχνά στην τάση των μικρών καταστημάτων να πολλαπλασιάζονται σε τέτοιο αριθμό ώστε τελικά το καθένα από αυτά να απευθύνεται σε πολύ περιορισμένη πελατεία. Η μεγάλη επιβάρυνση από τα γενικά έξοδα, τα οποία μοιράζονται σε μικρή ποσότητα εμπορευμάτων που διατίθενται προς πώληση, οι αγορές που γίνονται κατά μικρές ποσότητες με λιγότερο ευνοϊκούς όρους, συντελούν ώστε οι έμποροι να αυξάνουν ανάλογα τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους, ώστε να μπορούν να επιβιώσουν. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της κακής οργάνωσης του συστήματος διανομής που, όταν εκδηλώνεται, μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση του κόστους ζωής, περιορίζοντας έτσι το πραγματικό εισόδημα των καταναλωτών. Για τη θεραπεία του μειονεκτήματος αυτού εφαρμόζονται διάφορες μέθοδοι κατά καιρούς: από την κρατική παρέμβαση (διατιμήσεις, λαϊκές αγορές, περιορισμοί στην έκδοση αδειών ίδρυσης καταστημάτων, ευκολίες και ενίσχυση για τον σχηματισμό εκούσιων αλυσίδων) έως την άμεση επέμβαση των καταναλωτών που –οργανωμένοι σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς– ασκούν οι ίδιοι το λιανικό ε., αλλά χωρίς επιδίωξη κέρδους, γιατί τα πιθανά κέρδη μοιράζονται στο τέλος κάθε χρήσης στους συνεταιριστές-πελάτες, ανάλογα με το ποσό των αγορών που έκανε καθένας τους. Εκτός από τους λιανικούς και χονδρικούς εμπόρους (και παραγωγούς), στο σύστημα διανομής μετέχουν και άλλοι, οι οποίοι αναπτύσσουν ενδιάμεση δραστηριότητα μεταξύ των κατηγοριών που αναφέρθηκαν, είτε πρόκειται για βοηθούς των κατασκευαστών ή των χονδρεμπόρων (πράκτορες, αντιπρόσωποι ή περιοδεύοντες παραγγελιοδόχοι) είτε πρόκειται για ανεξάρτητους επαγγελματίες (επίσημοι ή αποκλειστικοί αντιπρόσωποι, οι οποίοι εργάζονται για την επιχείρηση που αντιπροσωπεύουν, προμηθευτές, που ενεργούν για δικό τους λογαριασμό, και μεσίτες, που φέρουν σε επαφή τους πιθανούς ενδιαφερόμενους). διεθνές ε. Η δημιουργία ρευμάτων ανταλλαγής με το εξωτερικό ήταν σε μεγάλο βαθμό, όπως αναφέρθηκε, παλαιότερη από την εμφάνιση οργανωμένου συστήματος διανομής στο εσωτερικό. Ακόμα και στον Μεσαίωνα, οπότε η οικονομική δραστηριότητα οπισθοδρόμησε σε πιο πρωτόγονες μορφές και περιορίστηκε μέσα σε κλειστά και σε μεγάλο βαθμό αυτάρκη φέουδα, εξακολούθησαν να εισδύουν στην Ευρώπη, μέσω των ιταλικών πόλεων, εμπορεύματα που προέρχονταν από την Ανατολή. Ωστόσο, μόνο στο τέλος του Μεσαίωνα, με τη σταθεροποίηση της οικονομίας των πόλεων και των ενοποιημένων κρατών, παρουσιάστηκε νέα παράλληλη ανάπτυξη όχι μόνο του εσωτερικού ε. αλλά και των συναλλαγών με το εξωτερικό. Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν και οι πρώτες οικονομικές θεωρίες για το διεθνές ε. Τον 15o, τον 16o και τον 17o αι. οι συναλλαγές διεξάγονταν –κατά κανόνα με μορφή μονοπωλίου, το οποίο στηριζόταν σε προνόμιο που παραχωρούσε ο ηγεμόνας– από μεγάλες εταιρείες εμπόρων, που είχαν σαφή στόχο την πραγματοποίηση κερδών και τη συσσώρευση χρήματος. Η φεουδαρχική οικονομία, η οποία χαρακτηριζόταν από αυτάρκεια και ανταλλαγή προϊόντων, αντικαταστάθηκε από μία οικονομία που βασιζόταν στη συγκέντρωση και στην πώληση αγαθών και, επομένως, στο χρήμα. Η συγκρότηση μεγάλων κρατών, που συντηρούσαν μεγαλοπρεπείς αυλές, κατέστησε αναγκαία τη δαπάνη μεγάλων χρηματικών ποσών. Έτσι, ο κύριος σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας των ατόμων επικεντρωνόταν και συγχρόνως περιοριζόταν όλο και περισσότερο στη συγκέντρωση χρήματος, το οποίο απέκτησε τέτοια σπουδαιότητα ώστε να ταυτίζεται με τον πλούτο. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της σχολής που αργότερα ονομάστηκε εμποροκρατική (μερκαντιλιστική), για να αυξήσει τον πλούτο του ένα έθνος, πρέπει να συγκεντρώσει όσο περισσότερο χρυσάφι μπορεί· γι’ αυτό, ιδιαίτερα αν δεν διαθέτει χρυσωρυχεία, το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει απαγορεύοντας την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων και διευκολύνοντας την εισαγωγή χρυσού από το εξωτερικό με ευνοϊκό ισοζύγιο πληρωμής, δηλαδή να εξασφαλίζει διαρκώς πλεόνασμα εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές (κάτι που μπορούσε να επιτύχει με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές, την προσφορά αμοιβών ή επιδοτήσεων –πριμ– στις εξαγωγές κλπ.). Το λάθος των μερκαντιλιστών, που επιχείρησαν να επεκτείνουν στο σύνολο της εθνικής οικονομίας τις αρχές που ίσχυαν για το άτομο, βρισκόταν στη σύγχυση μεταξύ πλούτου, τον οποίο συνιστούν τα αγαθά που προέρχονται από την παραγωγή και μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες, και χρήματος, το οποίο αποτελεί απλή μονάδα μέτρησης του πλούτου και αντιπροσωπευτικό σύμβολο, που χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών. Ένα άτομο που ζει στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, έστω και αν διαθέτει μόνο χρήμα, μπορεί να προμηθευτεί με αυτό οποιοδήποτε άλλο αγαθό χρειάζεται. Είναι, όμως, φανερό πως ένα έθνος δεν θα έστελνε στο εξωτερικό τα εμπορεύματά του, αποσύροντάς τα από την εσωτερική κατανάλωση, για να πάρει σε αντάλλαγμα χρυσάφι, αν δεν υπήρχε περίπτωση το χρυσάφι αυτό να χρησιμοποιηθεί αμέσως ή αργότερα για την απόκτηση άλλων εμπορευμάτων από το εξωτερικό. Ακόμα και αν ένα κράτος μπορούσε να εφαρμόσει επιτυχώς μια πολιτική συγκέντρωσης χρυσού, χωρίς να εμποδιστεί από την εφαρμογή ανάλογων μέτρων από τα άλλα κράτη, το αποτέλεσμα της εισροής μεγάλης ποσότητας χρυσού στην εσωτερική κυκλοφορία του χρήματος και στις τιμές θα ανέτρεπε τελικά τον στόχο, γιατί θα προκαλούσε, αργά ή γρήγορα, την επιστροφή του χρυσού που θα ξεπερνούσε τις ανάγκες της εσωτερικής νομισματικής κυκλοφορίας στο εξωτερικό (όπως θα εξηγηθεί παρακάτω). Παρά τις σφαλερές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μερκαντιλιστική θεωρία, τα μέτρα που υποστήριζε στο θέμα του ε. με το εξωτερικό εφαρμόστηκαν όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε η θεωρία αυτή (νόμος για τη ναυτιλία), αλλά και σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στη Γαλλία. Ωστόσο, ο αρχικός σκοπός της υποβοήθησης της συγκέντρωσης χρήματος αντικαταστάθηκε σταδιακά από έναν άλλο: της προστασίας της εθνικής βιομηχανίας από τον ξένο ανταγωνισμό και της υποβοήθησης της ανάπτυξής της, για τη μετατροπή της οικονομικής δύναμης του έθνους. Η μερκαντιλιστική πολιτική του ελέγχου των ανταλλαγών προκάλεσε τελικά, ειδικά στη Γαλλία όπου ονομάστηκε κολμπερτισμός, έντονες αντιδράσεις, τις οποίες εξέφρασαν, κατά τα τέλη του 18ου αι., κυρίως οι οικονομολόγοι Ρισάρ Καντιγιόν και Άνταμ Σμιθ. Με τα έργα τους διακήρυξαν τις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού (που συνοψίστηκαν στη φράση laissez faire, laissez passer), ο οποίος βρήκε ιστορική εφαρμογή σε όλη τη διάρκεια του 19oυ αι. και έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι φιλελεύθεροι ήταν αντίθετοι σε κάθε είδους κρατική επέμβαση (παραχώρηση μονοπωλιακών δικαιωμάτων, επιχορήγηση των εξαγωγών, περιορισμός των εισαγωγών) που εμπόδιζαν τη φυσική ανάπτυξη των ανταλλαγών και υποστήριζαν τον ελεύθερο καταμερισμό της εργασίας μεταξύ των εθνών, καθένα από τα οποία θα έπρεπε να ειδικευτεί στους παραγωγικούς τομείς που του ταίριαζαν καλύτερα, αντί να επιδιώκει μια δαπανηρή και ανώφελη αυτάρκεια. Όπως υποστήριζε ο Άνταμ Σμιθ, η αρχή κάθε συνετού οικογενειάρχη είναι να μην προσπαθεί να παράγει ο ίδιος τα πράγματα που θα του κόστιζαν λιγότερο αν τα αγόραζε παρά αν τα παρήγαγε μόνος του. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός θα οδηγούσε κάθε χώρα στην ενασχόληση με την παραγωγή για την οποία διαθέτει τα περισσότερα προσόντα, συμβάλλοντας έτσι, μαζί με τις υπόλοιπες, στη μεγαλύτερη συνολική παραγωγή προϊόντων, για το κοινό όφελος όλων. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό είναι εύλογο το ερώτημα, πώς είναι δυνατή η εξειδίκευση της παραγωγής μεταξύ δύο χωρών, όταν η μία από αυτές υπολείπεται σε σχέση με την άλλη σε όλα τα είδη παραγωγής; Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα αναγκαστεί να εισάγει όλα τα εμπορεύματα, χωρίς να μπορεί να εξάγει κανένα; Στο ερώτημα αυτό απάντησε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, διατυπώνοντας τη θεωρία του συγκριτικού κόστους: η εξειδίκευση της παραγωγής μεταξύ δύο χωρών, από τις οποίες η μία είναι ανώτερη από την άλλη σε όλα τα είδη παραγωγής, είναι εξίσου ωφέλιμη εφόσον υπάρχει μία διαφορά μεταξύ του συγκριτικού κόστους των δύο χωρών (με τον όρο συγκριτικό κόστος εννοείται η σχέση μεταξύ του απόλυτου κόστους των εμπορευμάτων μέσα στην ίδια χώρα) και εφόσον δημιουργείται λόγος διεθνούς ανταλλαγής από τη διαφορά αυτή. Ας εξετάσουμε, με βάση το παράδειγμα που διατυπώθηκε από τον Ρικάρντο και το οποίο έχει γίνει κλασικό πλέον, δύο εμπορεύματα (ψωμί και κρασί) και δύο χώρες (Μεγάλη Βρετανία και Πορτογαλία): ας υποθέσουμε πως στη Μεγάλη Βρετανία το κόστος (που υπολογίζεται αποκλειστικά σε μονάδες χρησιμοποιούμενης εργασίας) για την παραγωγή μιας ορισμένης ποσότητας ψωμιού που λαμβάνεται ως μονάδα είναι 100 (δηλαδή απαιτείται η εργασία 100 ανθρώπων για να παραχθεί μια ποσότητα ψωμιού) και το κόστος μιας μονάδας κρασιού 120. Στην Πορτογαλία το κόστος είναι αντίστοιχα 90 για το ψωμί και 80 για το κρασί. Στην περίπτωση αυτή, η Πορτογαλία βρίσκεται σε θέση απόλυτης υπεροχής απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία και στα δύο προϊόντα, αλλά συγκριτικά βρίσκεται σε θέση μεγαλύτερης υπεροχής στο κρασί (γεγονός που σημαίνει ότι το συγκριτικό κόστος είναι διαφορετικό: 90 : 80 = 1,125 και 100 : 120 = 0,833). Η θεωρία του συγκριτικού κόστους βεβαιώνει ακριβώς ότι και σε αυτή την περίπτωση η εξειδίκευση της παραγωγής είναι ωφέλιμη. Πράγματι, με βάση ανταλλαγής ίση προς ένα (μεταξύ δηλαδή του 1,125 και του 0,833), σύμφωνα με την οποία μία μονάδα ψωμιού ανταλλάσσεται με μία μονάδα κρασιού, η Μεγάλη Βρετανία για να έχει μία μονάδα και από τα δύο εμπορεύματα διαθέτει 200 μονάδες εργασίες (100 για την παραγωγή της μονάδας ψωμιού που καταναλώνει η ίδια και 100 για την παραγωγή της άλλης μονάδας ψωμιού για να την ανταλλάξει με μία μονάδα κρασιού), ενώ, αν δεν γινόταν η ανταλλαγή, θα έπρεπε να διαθέσει 220. Η Πορτογαλία, από το άλλο μέρος, απασχολεί 160 μονάδες εργασίας (80 για την παραγωγή της μονάδας του κρασιού που καταναλώνει η ίδια και 80 για την παραγωγή της άλλης μονάδας κρασιού που θα ανταλλάξει με μία μονάδα ψωμιού) αντί των 170 που θα έπρεπε να απασχολήσει αν δεν έκανε την ανταλλαγή (80 μονάδες εργασίας για να παράγει μία μονάδα κρασιού και 90 για μία μονάδα ψωμιού). Με τον τρόπο αυτό λοιπόν εξοικονομούνται 20 μονάδες εργασίας στη Μεγάλη Βρετανία και 10 στην Πορτογαλία: επομένως, συμφέρει την κάθε χώρα να ειδικευτεί στην παραγωγή όπου έχει το μεγαλύτερο πλεονέκτημα ή το μικρότερο μειονέκτημα. Από τις διάφορες υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η θεωρία αυτή, θεμελιώδης είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία οι παραγωγικοί συντελεστές (στην περίπτωσή μας η εργασία) είναι απόλυτα ελεύθεροι να μετακινούνται μέσα σε κάθε χώρα από τη μία απασχόληση στην άλλη (γεγονός που καθιστά δυνατή τη μετακίνησή τους προς τη σχετικά πιο πλεονεκτική παραγωγή), αλλά δεν μπορούν να μετακινηθούν από τη μία χώρα στην άλλη (διαφορετικά θα βλέπαμε μια μετανάστευση των παραγωγικών συντελεστών προς τη χώρα όπου η απασχόλησή τους είναι πιο πρόσφορη από απόλυτη άποψη). Τη θεωρία αυτή τελειοποίησαν αργότερα ο Τ.Σ. Μιλ αρχικά και ο Α. Μάρσαλ στη συνέχεια. Ο Ρικάρντο υποστήριζε πως ο λόγος της ανταλλαγής έπρεπε να διαμορφώνεται στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ του συγκριτικού κόστους (στο προηγούμενο παράδειγμα μεταξύ 0,833 και 1,125). Ωστόσο, προκύπτει το ερώτημα ποιος από όλους τους πιθανούς λόγους ανταλλαγής, που περιλαμβάνονται σε αυτή τη διαφορά, θα εφαρμοστεί στην πράξη; Οι νόμοι της ζήτησης και της προσφοράς απαιτούν, όταν η σχέση ανταλλαγής γίνεται πιο ευνοϊκή για την Πορτογαλία –δηλαδή όταν, για να αποκτήσει μια ποσότητα αγγλικού ψωμιού, πρέπει να δώσει λιγότερα λίτρα κρασί– αυτή να είναι διατεθειμένη να ζητήσει μεγαλύτερη ποσότητα ψωμιού, ενώ η Αγγλία να είναι διατεθειμένη να της προσφέρει μικρότερη (το αντίθετο θα συμβεί όταν η σχέση ανταλλαγής γίνει ευνοϊκή για τη Μεγάλη Βρετανία). Ο λόγος ανταλλαγής λοιπόν θα σταθεροποιηθεί στο επίπεδο όπου οι ποσότητες που θα προσφέρονται και θα ζητούνται θα είναι ίσες. Αυτή είναι η λεγόμενη εξίσωση της διεθνούς ζήτησης που καθορίζει την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ δύο χωρών (στην πραγματικότητα το εμπόριο δεν διεξάγεται μόνο μεταξύ δύο χωρών, αλλά μεταξύ πολλών, γι’ αυτό και δεν είναι απαραίτητο να εξισορροπούνται διμερώς οι αμοιβαίες εξαγωγές και εισαγωγές κάθε ζεύγους χωρών, αλλά η εξίσωση αυτή πρέπει να υπάρχει μεταξύ των συνολικών εξαγωγών και των εισαγωγών μιας χώρας). Έως τώρα υποθέσαμε πως οι συναλλαγές γίνονται με τη μορφή της ανταλλαγής και πως ο λόγος της ανταλλαγής καθορίζεται εμπειρικά και με συμφωνία. Στην πραγματικότητα, όμως, το διεθνές ε. διεξάγεται μέσω ενός συνόλου ανεξάρτητων αγοραπωλησιών, που διακανονίζονται σε χρήμα. Αν οι δύο χώρες έχουν κοινό νόμισμα (το χρυσάφι), η ισορροπία των συναλλαγών πραγματοποιείται αυτόματα κατά τον εξής τρόπο: αυξημένη ζήτηση αγγλικού ψωμιού στην Πορτογαλία θα προκαλέσει αύξηση των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές. Η διαφορά θα πληρωθεί σε χρυσάφι. Όταν ελαττωθεί η ποσότητα του χρυσού νομίσματος που κυκλοφορεί στη χώρα, σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία του χρήματος, ελαττώνονται οι μισθοί και οι τιμές των εμπορευμάτων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το κρασί που προορίζεται για εξαγωγή, γεγονός που παρακινεί τους Άγγλους να αγοράζουν περισσότερο. Το αντίθετο συμβαίνει στην Αγγλία, όπου συρρέει το χρυσάφι: εκεί αυξάνουν οι μισθοί και οι τιμές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η τιμή του ψωμιού. Η μεταβολή αυτή, με αντίθετη κατεύθυνση των μισθών και των τιμών, καταλήγει στη σταθεροποίηση σε νέα ισορροπία των ανταλλαγών μεταξύ των δύο χωρών. Όταν, εκτός από το χρυσάφι, κυκλοφορούν και στις δύο χώρες και μετατρέψιμα χαρτονομίσματα, αυτή η διαδικασία της νέας εξισορρόπησης μπορεί να διευκολυνθεί (ή να εμποδιστεί) από τη συμπεριφορά της εκδοτικής τράπεζας, ανάλογα με το αν αυτή εξαργυρώνει ή όχι –εξαιτίας των μεταβολών που έγιναν στα αποθέματα χρυσού που διαθέτει, από τις διακυμάνσεις του εμπορικού ισοζυγίου– τον αριθμό των χαρτονομισμάτων που έχει θέσει σε κυκλοφορία στο εσωτερικό. Όταν, αντίθετα, δύο χώρες έχουν ανεξάρτητα νομισματικά συστήματα (ακόμα και όταν μόνο η μία από αυτές έχει μη μετατρέψιμο χαρτονόμισμα), οι μεταβολές του λόγου ανταλλαγής μπορούν να μεταφραστούν σε απλή αλλαγή στη σχέση των τιμών συναλλάγματος μεταξύ των δύο νομισμάτων. Δεν είναι ανάγκη, για την αποκατάσταση της ισορροπίας του ε., να μεταβληθούν οι εσωτερικές τιμές και οι μισθοί στις δύο χώρες. Η κατάσταση αυτή επιβεβαιώθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν η εξαφάνιση του συστήματος του χρυσού ανέτρεψε την κλασική θεωρία του διεθνούς ε.: στην πραγματικότητα, οι προσπάθειες αποκατάστασης του αυτόματου μηχανισμού εξισορρόπησης προσέκρουσαν στη δυσκολία να επιβληθούν οι οδυνηρές μεταβολές που θα απαιτούσε ο μηχανισμός αυτός στις εσωτερικές τιμές, στους μισθούς ή στην απασχόληση, στο εσωτερικό κάθε χώρας. Το ζήτημα της απασχόλησης συνιστά το αδύνατο σημείο του κλασικού συστήματος: το ρικαρντιανό θεώρημα του συγκριτικού κόστους βασίζεται στην υπόθεση της πλήρους απασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών σε μια στατική οικονομία. Στην πραγματικότητα, εκτός από τις εσωτερικές τιμές, τους μισθούς και το συνάλλαγμα, μια άλλη σημαντική μεταβλητή του προβλήματος των εξωτερικών ανταλλαγών συνιστά το επίπεδο απασχόλησης, όπως έμελλε να αποδειχτεί με μεγαλύτερη σαφήνεια σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Η μεγάλη οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε το 1929 ανάγκασε τις περισσότερες χώρες να εγκαταλείψουν την ελευθερία του ε. και να καταφύγουν πάλι σε προστατευτικά μέτρα. Η ανάγκη απόκτησης πολιτικής δύναμης, τέλος, και η προετοιμασία του πολέμου ενίσχυσαν την πολιτική που έτεινε προς την αυτάρκεια. Έπειτα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ενισχύθηκε, σε πολλές χώρες, με βάση την εμπειρία από τις καταστροφές που είχαν υποστεί και από την επιτακτική ανάγκη της ανασυγκρότησης, η τάση της επιστροφής στη διεθνή συνεργασία, με την εγκατάλειψη της πολιτικής των εμπορικών περιορισμών (ποσοστώσεις, απαγορευτικοί δασμοί) και των αθέμιτων μέσων ανταγωνισμού (ντάμπινγκ, επιδοτήσεις των εξαγωγών). Η τάση αυτή βρήκε την έκφρασή της αρχικά στον Χάρτη της Αβάνας και στη συνέχεια –με μεγαλύτερη επιτυχία– στη συμφωνία ΓΚΑΤ και στον ΟΟΣΑ, καθώς και στους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής συνεργασίας (EE, ΕΖΕΣ κλπ.). Το σημερινό πρόβλημα είναι ο συμβιβασμός των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από τη μεγαλύτερη ελευθερία του διεθνούς ε. με την ανάγκη ενός συντονισμού της οικονομικής πολιτικής των διαφόρων κρατών, με σκοπό την αποφυγή του αντίκτυπου των κρίσεων και της ανεργίας από τη μία χώρα στην άλλη (καθώς το κλασικό αυτόματο σύστημα δεν αποδείχθηκε ικανό να προσφέρει θεραπεία) και την αποτροπή της επιδείνωσης της εμπορικής θέσης των υπανάπτυκτων χωρών, οι οποίες υφίστανται τις συνέπειες της υπερβολικής εξειδίκευσης (μονοκαλλιέργεια), ενώ οι βιομηχανίες τους, που μόλις δημιουργούνται ή βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης, έχουν ανάγκη προσωρινής προστασίας. Βλ. λ. Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. εμπορικός αντιπρόσωπος. Στην Ελλάδα, η εμπορική αντιπροσωπεία είναι ιδιαίτερη μορφή επαγγελματικής απασχόλησης. Διαμορφώθηκε με αφετηρία την παραγγελία, ιδίως προκειμένου για την αντιπροσώπευση ξένων εμπορικών οίκων, η οποία υποβλήθηκε σε ιδιαίτερη νομοθετική ρύθμιση (που απαιτεί διοικητική άδεια για την άσκηση του επαγγέλματος αντιπροσώπευσης ξένων οίκων, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις το επάγγελμα είναι ελεύθερο). Περιεχόμενο της δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου είναι η κατά επάγγελμα αντιπροσώπευση άλλων εμπόρων, στο όνομα των οποίων ο αντιπρόσωπος διεξάγει εμπορικές πράξεις, που δεν είναι ατομικά καθορισμένες από πριν. Γενικά, ο αντιπρόσωπος παρέχει την εγγύηση ότι θα καταναλώνεται κάθε έτος ένα ελάχιστο όριο των προϊόντων του αντιπροσωπευόμενου και αναλαμβάνει τη διάδοση των προϊόντων αυτών με αμοιβή που συνήθως υπολογίζεται ως ποσοστό επί των πωλήσεων, μετά την εκπλήρωση, κατά εφαρμογή των διατάξεων για τη μίσθωση έργου του A.K. Από αυτό προκύπτει και η ιδιομορφία της εμπορικής αντιπροσωπείας σε σχέση με την παραγγελία, καθώς και τη μεσιτεία. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι κυριότεροι αντιπρόσωποι εισαγωγών ενεργούν στο όνομά τους και όχι σε εκείνο αυτών που αντιπροσωπεύονται. Το ζήτημα της αλληλεγγύης ή όχι ευθύνης του αντιπροσώπου και εκείνου ο οποίος αντιπροσωπεύεται είναι επομένως πραγματικό. Οι εκπτώσεις είναι μία μέθοδος για την ενίσχυση της εμπορικής κίνησης στην αγορά. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές κυριαρχούν στις αγορές. Στη φωτογραφία βουδιστές μοναχοί στην αγορά της Μπανγκόκ. Η υπογραφή ένταξης της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τον Μάιο του 2000· στη φωτογραφία, ο Ευρωπαίος επίτροπος Πασκάλ Λαμί υπογράφει την ένταξη με τον Κινέζο υπουργό Εμπορίου Σι Γκουανγκσένγκ (φωτ. ΑΠΕ). Η ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου ήταν το θεμέλιο της ευημερίας των μεγάλων γερμανικών εμπορικών κέντρων, η οποία άρχισε στα τέλη του Μεσαίωνα με τη Χανσεατική ένωση. Στη φωτογραφία, το λιμάνι του Αμβούργου στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πάγκος μικρού συνοικιακού οπωροπωλείου. Στις μεγαλουπόλεις τα μικρά καταστήματα λιανικής πώλησης έχουν περιορισμένη πελατεία και μικρή ανταγωνιστική δυνατότητα σε σχέση με τα μεγάλα μαγαζιά, που συχνά είναι οργανωμένα σε αλυσίδες καταστημάτων. Τα μεγάλα καταστήματα συγκεντρώνουν σε έναν πολύ μεγάλο χώρο διάφορα τμήματα που πωλούν προϊόντα όλων των ειδών. Η αγορά σε μεγάλες ποσότητες, η κατανομή των γενικών εξόδων σε μεγάλο όγκο πωλήσεων και η καλύτερη τεχνική οργάνωση επιτρέπουν σε αυτές τις επιχειρήσεις να πραγματοποιούν μεγάλα κέρδη, ενώ έχουν τιμές κατά μέσο όρο χαμηλότερες· εργάζονται έτσι με ευνοϊκούς όρους ανταγωνισμού σε σύγκριση με τα μικρομάγαζα. Χαρακτηριστικό κατάστημα του 15oυ αι., σε τοιχογραφία του πύργου του Ισόνιε, στην κοιλάδα της Αόστα, στην Ιταλία. Εκτός από τον έμπορο διακρίνονται ένας λογιστής (αριστερά) και ένας υπηρέτης. «Η ελευθερία του εμπορίου», γαλλική λιθογραφία του 1791. Ο γαλλικός φιλελευθερισμός, που ευνοεί την ελευθερία του εμπορίου, επικράτησε στα τέλη του 18ου αι. ως αντίδραση στην πολιτική ελέγχου των συναλλαγών (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι). Η αρχαία Αγορά της Αθήνας, όπως σώζεται σήμερα. Ο βασιλιάς της Κυρήνης Αρκεσίλαος επιστατεί στο ζύγισμα και στην αποθήκευση του σιλφίου, σε λακωνική κύλικα του 6ου αι. π.Χ. Το εμπόριο αυτού του φυτού, που ήταν περιζήτητο για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, ήταν πολύ διαδεδομένο στην αρχαιότητα (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι). Kατάστημα ζεστών ροφημάτων στην Πομπηία. Έμπορος κατά την πώληση των εμπορευμάτων του (Μουσείο του Μετς, Γαλλία).
* * *
το (AM ἐμπόριον, Α και ἐμπορεῑον)
νεοελλ.
η αγοραπωλησία φυσικών ή τεχνητών προϊόντων με σκοπό το κέρδος («εξαγωγικό, εισαγωγικό, διαμετακομιστικό εμπόριο», «εμπόριο κρεάτων κ.λπ.»)
αρχ.-μσν.
παραθαλάσσιος εμπορικός σταθμός, αγορά ή αποθήκη εμπορευμάτων, εμπορικό λιμάνι
αρχ.
1. εμπορικό κέντρο μεσόγειο ή παραθαλάσσιο εκεί που δεν υπήρχε πόλη
2. είδος χρηματιστηρίου στην Αθήνα όπου συγκεντρώνονταν οι έμποροι
3. στον πληθ. τὰ ἐμπόρια
εμπορεύματα
4. φρ. «οἱ ἐκ τοῡ ἐμπορίου» — οι ξένοι έμποροι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπόριο — το αγοραπωλησία εμπορευμάτων με σκοπό το κέρδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρονικό εμπόριο — (e commerce). Μορφή εμπορίου όπου οι συναλλαγές μεταξύ αγοραστών και πωλητών γίνονται με ηλεκτρονικά μέσα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με λίγα λόγια, είναι η δυνατότητα αγοράς και πώλησης αγαθών και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”